Βαλεντίνο Ρόσι: Ένας θρύλος, όχι μόνο του Moto GP, αλλά όλου του μηχανοκίνητου αθλητισμού είπε το δικό του αντίο στην πίστα της Βαλένθια. Μετά από 21 χρόνια ο 42χρονος πια Ιταλός αποφάσισε να βγάλει το κράνος του και να αποσυρθεί.
Ο Βαλεντίνο Ρόσι στη λαμπρή του καριέρα έκανε πολλούς φίλους και άλλους τόσους εχθρούς. Ωστόσο όλοι συμφωνούσαν στο οδηγικό ταλέντο του. Στο Moto GP αγωνίστηκε 372 φορές και κατάφερε να ανέβει στο βάθρο τις 199 από αυτές. Τα εντυπωσιακά κατορθώματα του επισφραγίστηκαν με την κατάκτηση επτά πρωταθλημάτων Moto GP, από ένα στα 125 και τα 250, αλλά και με την αγάπη του κόσμου.
One of motorsport’s true living legends 👑
Congratulations on all you have achieved in your incredible career, @ValeYellow46!#GrazieVale @MotoGP pic.twitter.com/co96MrNhtl
— Formula 1 (@F1) November 13, 2021
Πρωτες εμφανίσεις
Το μόνο που δεν θα μπορούσες να διακρίνεις σε μια ψιλόλιγνη σιλουέτα που εμφανίστηκε στα paddocks το 1996, ήταν ότι θα έχτιζε τις επόμενες δύο δεκαετίες έναν από τους μεγαλύτερους θρύλους της ιστορίας του MotoGP. Ο Βαλεντίνο Ρόσι ήταν τότε μονάχα ένας ξέφρενος 17χρονος. Με τρελά κατσαρά μαλλιά, που μιλούσε ακατάπαυστα με ένρινη ιταλιάνικη προφορά. Ήταν μονίμως πάνω σε ένα κάργα φτιαγμένο σκούτερ, σπανίως με τον μπροστά τροχό στο έδαφος.
Ήταν θορυβώδης, εννοώ αληθινά θορυβώδης. Πιο πολύ από κάθε άλλο αναβάτη που έχω δει. Ένας τρελός πιτσιρικάς Ιταλός, και θυμάμαι να σκέφτομαι.. ελπίζω να είναι γρήγορος, γιατί είναι φοβερά εκνευριστικός
–Νιλ Χόντγκσον, αναβάτης
Στα μάτια του κόσμου, όμως, τα πράγματα φάνταζαν διαφορετικά. Το 1997, άρχισε ο Βάλε να κυριαρχεί στα 125 κ.εκ. παίρνοντας τον τίτλο με την Aprilia με 11 νίκες σε 15 αγώνες. Ήταν η εμφάνιση ενός έφηβου που δεν γούσταρε να κάνει κανέναν συμβιβασμό στον κόσμο. Ήθελε μόνο να κερδίζει με το φαινομενικό του ταλέντο και έπειτα να κάνει κάθε είδους τρέλα για να το γιορτάζει.
Όταν πήρε και το πρωτάθλημα στα 250 κ.εκ. δύο χρόνια αργότερα, αλλά και από το 2000 στο MotoGP, τίποτα δεν άλλαξε. Η λεπτή φωνή του με την αγγλική προσφορά και το μόνιμο γέλιο δεν άλλαξαν ποτέ. Όσο για την οδήγησή του στην πίστα… παρέμενε μεγαλειώδης. Ξέχειλη από ταλέντο, επιβλητική, και φυσικά η κάθε νίκη και ο κάθε τίτλος ερχόταν με ένα φοβερό γλέντι.
Οι τρελοί πανηγυρισμοί
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Ρομπέν των Δασών στις πρώτες του νίκες. Τη φουσκωτή κούκλα, τον κόκορα που έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Ή τη στιγμή που πάρκαρε τη μοτοσικλέτα σε μια στροφή και όρμησε στη φορητή τουαλέτα. Τους επτά Νάνους όταν πήρε το έβδομο πρωτάθλημά του, τους αστυνόμους που τον σταμάτησαν στην πίστα για υπερβολική ταχύτητα. Φυσικά πως να ξεχάσουμε τη γριά κότα (που έχει το ζουμί) στον ένατο τίτλο του;
Όλα αυτά έμοιαζαν με τα ηλεκτρόδια μια σύνδεσης φοβερής ηλεκτρικής ισχύος με τους οπαδούς του. Οπαδοί που διευρύνονταν κάθε χρόνο με τα εκατομμύρια, και διαμόρφωναν τις λαοθάλασσες από κίτρινο νέον σε κάθε κερκίδα.
Vale & Μπέρτζες: Η επανάσταση
Τα τέσσερα πρώτα χρόνια του στις μικρές κατηγορίες ο Βαλεντίνο Ρόσι, έμοιαζε να μην χρειάζεται τίποτα άλλο από το φαινομενικό του ταλέντο. Το στιλ του ήταν κλασικό, όχι επαναστατικό, βασισμένο στο αποκαλούμενο ευρωπαϊκό «big line». Στις κατηγορίες αυτές έμαθε πώς να φέρει πολλή ταχύτητα μέσα στη στροφή. Ώστε να καλύπτει την έλλειψη ισχύος κατά την επιτάχυνση.
Στις μικρές κατηγορίες αυτό ήταν κάτι ενστικτώδες, που ο Βαλεντίνο έδειχνε να το κάνει χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Πήγαινε στην πίστα και κέρδιζε. Μετά έφευγε με τους φίλους του για την Ίμπιζα – μέχρι το επόμενο GP. Ωστόσο, με το πέρασμα στη μεγάλη κατηγορία των 500 κ.εκ. το 2000 (πριν γίνει ακόμα MotoGP), τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο απλά.
Το 2000 η ισχύς των δίχρονων μοτοσικλετών των 500 κ.εκ. ήταν πολύ άγρια. Τα δε ελαστικά, δεν ήταν ποτέ αρκετά. Ειδικά για τα ελαστικά, ήταν σχετικά εύκολο να κάνεις έναν πολύ γρήγορο γύρο με τη μοτοσικλέτα. Αλλά τι γινόταν με τους 24 γύρους του αγώνα;
Συλλογή δεδομένων στην πίστα
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ξεκίνησε η συλλογή δεδομένων στην πίστα. Τα δεδομένα αυτά ήταν διαθέσιμα μόνο στους μηχανικούς στο εργοστάσιο. Αυτό ήταν κάτι που άλλαξε ο Βαλεντίνο. Μαζί φυσικά, με τον ιδιοφυή μηχανικό του, Τζέρεμι Μπέρτζες. Οι δύο τους έδειξαν πρώτοι πόσο τεράστια μπορούσαν να είναι τα οφέλη που προσέφερε η συλλογή και ανάλυση δεδομένων επιτόπου στην πίστα.
Ο Ρόσι και ο Μπέρτζες είχαν καταλάβει ότι αυτό που κέρδιζε τους αγώνες ήταν η αφαίρεση κάθε δυσκολίας στην οδήγηση της μοτοσικλέτας. Ο Βαλεντίνο ποτέ δεν γλιστρούσε. Ποτέ δεν σπινάριζε, ούτε έδειχνε να πασχίζει μέσα στον αγώνα. Η Honda του ήταν εύκολη. Συνεπώς πιο δεκτική να κινείται ταχύτερα. Ταυτόχρονα, πιο ικανή να παραμένει με ευκολία στο απόλυτο όριο του ελέγχου.
Σε αντίθεση με πολλούς από τους αντιπάλους του στην πίστα, που πάσχιζαν και γλιστρούσαν και γι’ αυτόν τον λόγο κουράζονταν και έπεφταν συχνά, ο Βαλεντίνο κέρδιζε κάνοντάς το ευκολότερο για τον εαυτό του να κινείται γρήγορα.
«Τα πρώτα του χρόνια δεν κάηκε. Πολλοί οδηγοί, που δεν έχουν το ταλέντο του, χρειάστηκε να δουλέψουν πολύ σκληρά και να αφιερώσουν σε αυτό τη ζωή τους από πολύ νωρίς. Για τον Ρόσι.. δε χρειάστηκε», είπε ο Χόντγκσον.
Το αριστούργημα με τη Yamaha
«Όμως, μετά, ήρθε ένα σημείο που χρειάστηκε να αλλάξει την προσέγγισή του, και να δουλέψει σκληρότερα σε αυτό. Αυτό έπαιξε τεράστιο ρόλο». Η σκληρότερη δουλειά αναμβίβολα προέκυψε από την πρωτόγνωρη μοτοσικλέτα της Yamaha, στη μετάβασή του εκεί το 2004. «Είχε αυτή την αυτοπεποίθηση που του επέτρεπε να ρισκάρει τα πάντα. Αυτό είναι το μεγαλύτερό του επίτευγμα: είχε τα κότσια να παρατήσει την ταχύτερη μοτοσικλέτα του σπορ. Δεν ξέρω πολλούς που να το έκαναν αυτό».
Η Yamaha M1 ήταν μια μοτοσικλέτα που ακόμα εξελισσόταν και άλλαζε, και σύμφωνα με τον Κόλιν Έντουαρντς «ποτέ δεν είχαμε μια βάση ρυθμίσεων εκείνη τη χρονιά, σε έναν αγώνα η μοτοσικλέτα σήκωνε το ρύγχος της και στον άλλο το βύθιζε». Ο Ρόσι άρχισε από την πρώτη στιγμή να αυτοσχεδιάζει, χτίζοντας σταδιακά και εμβαθύνοντας τη σχέση του με τον άνθρωπο που δημιούργησε τις ξεχωριστές αρετές της Yamaha M1 – τον Μασάο Φουρουσάβα.
Η δυσκολία του εγχειρήματος ήταν τόσο μεγάλη, που αποκαλύπτεται σε όλο το μεγαλείο της κλασικής, πλέον, φωτογραφίας του Βαλεντίνο Ρόσι σε μια αμμοπαγίδα της πίστας του Βέλκομ της Νότιας Αφρικής, να φιλά το ρύγχος της Μ1, κλαίγοντας μέσα από το κράνος για την πρώτη του νίκη μαζί της. Χρόνια μετά, ο Βαλεντίνο θεωρείται ότι αυτό ήταν το αριστούργημα της καριέρας του.
Στιγμές οδηγικής μαγείας
Και αριστουργήματα υπήρχαν πολλά, φυσικά. Η επιβλητική νίκη με τεράστια διαφορά στο μουσκεμένο Ντόνινγκτον Παρκ το 2005 (που θύμισε τον Άιρτον Σένα το 1993), η απίστευτη προσπέραση στον Κέισι Στόνερ μέσα από τα χρώματα στην κάθοδο της στροφής Corkscrew της Λαγκούνα Σέκα το 2008, η ισοφάριση των 76 νικών του Mike Hailwood στο Σάξενρινγκ το 2005, που την πανηγύρισε με τη σημαία ’76 Rossi, 76 Hailwood, I’m sorry Mike’.
Και, φυσικά, η φοβερή μονομαχία της Καταλονίας το 2009 με τον Χόρχε Λορένθο. Μια από τις σπουδαιότερες στιγμές της ιστορίας όχι μόνο του Ρόσι και του Λορένθο, αλλά και του ίδιου του μότορσπορ. Κι ακόμη, η μεγάλη τιμή στον Μάρκο Σιμοντσέλι με τη δεύτερη θέση -στα προβληματικά του χρόνια με τη Ducati- στο Μιζάνο το 2012, αλλά και οι νίκες που θα ερχόταν μετά την επιστροφή του στη Yamaha το 2013 μπροστά στο φαινόμενο Μαρκ Μαρκέθ.
Η ευφυΐα με την οποία προσέγγισε, τεχνικά, το MotoGP ο Βαλεντίνο Ρόσι, τον άφησε με ελάχιστους τραυματισμούς, λίγη σωματική καταπόνηση, του επέτρεψε να αγωνίζεται μέχρι τα 42 χρόνια του – κάτι που πιανότατα δεν θα μπορεί να ειπωθεί και για τον Μαρκέθ. Και παρότι ο «γιατρός» είχε πάψει να κερδίζει από το 2017, ήταν εδώ για τον ίδιο ακριβώς λόγο όπως στα ξεκινήματα: γιατί ήταν αυτό που του άρεσε πιο πολύ να κάνει.
Οι πολύ μεγάλοι οδηγοί αποχωρούν όταν το οδηγικό τους στιλ παύει να ταιριάζει με τις τρέχουσες προδιαγραφές των μοτοσικλετών και των ελαστικών. Ο Λορένθο πέρασε 18 έντονους μήνες για να μάθει να οδηγεί τη Ducati όπως ήθελε η Desmo να οδηγείται, αντί να κρατήσει το αγνό του στιλ. Ο Βαλεντίνο επίσης το προσπάθησε, με τις μοτοσικλέτες της τελευταίας γενιάς. Αλλά κάποιες φορές, δεν μπορείς να φτάσεις εκεί που θέλεις, έχοντας ξεκινήσει από εκεί που ξεκίνησες.