Μάτι Αττικής: Μνήμες από την φονική φωτιά ξυπνούν στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας, ‘όπου συνεχίζεται η δίκη.
Μάτι Αττικής: Προκαλούν σοκ οι μαρτυρίες όσων επέζησαν από τον εφιάλτη εκείνης της ημέρας. Όπως η κατάθεση του μάρτυρα Θανάση Μωραίτη. Που άφησε την μάνα του να καεί, ο ίδιος καίγονταν στην πλάτη, για να σώσει γυναίκα και παιδιά.
«Έχουμε ζήσει πολλές φωτιές στην περιοχή. Δεν είδα πουθενά κανένα πυροσβεστικό όχημα, όπως υπήρχαν παλιά. …Κάποια στιγμή ακούσαμε από περιοίκους για κάποια φωτιά κοντά σε εμάς. Την είδαμε στην Καλιτεχνούπολη, ήταν αρκετά μικρή. Σκεφτήκαμε με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες ότι η Πυροσβεστική θα κάνει κάτι. Με άλλα λόγια η κατάσταση φαινόταν στην αρχή ότι ήταν υπό έλεγχο.
Δυστυχώς στις 5:50 μμ πήρε διαστάσεις. Μετά από λίγο πέρασε ένα πυροσβεστικό αεροσκάφος που έκανε μία-δύο ρίψεις και έφυγε. Δεν είδαμε κανένα πυροσβεστικό, καμία σειρήνα να μας ειδοποιήσει ότι η φωτιά πήρε διαστάσεις. Όταν πέρασε η φωτιά τη Μαραθώνος σε 1,5 λεπτό είχε φτάσει το σπίτι μας.
Ο πανικός…
Εμείς είχαμε φορτώσει το αμάξι να φύγουμε. Δυστυχώς, μέσα στον πανικό χάθηκαν τα κλειδιά του αυτοκίνητου. Και είχε κοπεί το ρεύμα… Μπήκαμε στο αμάξι. Δεν έβρισκα όμως τα κλειδιά. Και είπα στη γυναίκα μου και το παιδί να φύγουν. Και ότι εγώ θα μείνω πίσω να σώσω τη μητέρα μου, ήταν 92 ετών.
Προσπαθούσα να τη βγάλω από το αμάξι και ενώ είχα αρχίσει να καίγομαι στην πλάτη. Όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να τη βγάλω, σκέφτηκα ότι είχα μια οικογένεια. Την άφησα τη μητέρα μου να καεί για να σώσω την οικογένειά μου. Αυτή είναι μία κατάσταση που δεν πρέπει κανείς να ζήσει… Πρόλαβα τους δικούς μου στην άκρη του δρόμου και τρέξαμε προς την παραλία. Στην Ποσειδώνος είδαμε το πρώτο πυροσβεστικό αλλά εκεί που ήταν δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Φτάσαμε στην παραλία και μπήκαμε στο νερό. Άρχισε να βρέχει φωτιά. Αυτό κράτησε ένα μισάωρο. Υπήρχε φοβερά πυκνός καπνός και προσπαθούσαμε να ξεπλένουμε στόμα και ρουθούνια στη θάλασσα. Μείναμε έτσι τρεις ώρες. Όταν μας παρέλαβαν τα καΐκια ήταν 9 το βράδυ. Μας φόρτωσαν τα καΐκια και ήμασταν όλοι στην αρχή υποθερμίας. Μας έβγαλαν στη Ραφήνα. Δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο εκεί».
Καμμένοι άνθρωποι παντού
Ακόμη ένας μάρτυρας που έχασε την μητέρα του, ο κ. Δημήτρης Σιαπέρας. Κατέθεσε πως την ίδια ώρα που συγγενής του είχε μιλήσει για τον χαμό της γυναίκας, η επίσημη θέση της κυβέρνησης ήταν πως «δεν υπάρχουν νεκροί».
Η κ. Ευανθία Σιδέρη, που έχασε την μητέρα και το σύζυγο της από την φωτιά, περιέγραψε την κατάσταση με τους απανθρακωμένους ανθρώπους σαν «Πομπηία». Ενώ όπως ανέφερε μετά από αυτά που βίωσε «και που σώθηκα είναι σαν να έχω πεθάνει».
«Γύρω στις έξι παρά βλέπω καπνό. Τρέχω στο κομπιούτερ.. κλειστό. Είχε κοπεί το ρεύμα. Η κόρη μου μυρίζει καπνό και επειδή είχε μια παλαιότερη εμπειρία παθαίνει κρίση πανικού. “Θα καούμε, θα πεθάνουμε!”. Εγώ πάγωσα. Βγαίνουμε έξω. Αυτοκίνητα παντού .. Έτρεχε μπροστά η κόρη μου η Περσεφόνη, πίσω εγώ και η μητέρα μου και πιο πίσω ο άντρας μου. Κάποια στιγμή τον χάσαμε. Μπήκαμε στο μονοπάτι. Η μαμά μου εκείνη την ώρα μου λέει “δε θα τα καταφέρω, άφησε με”. Της λέω πάμε. Φτάνουμε στα σκαλοπατάκια και ξαφνικά η κόρη μου φωνάζει “μαμά καίγεσαι!”.
“Ούρλιαζα επί ώρες”
Πετάω ρούχα και πέφτω στη θάλασσα, βλέπω δευτερόλεπτα πριν την κόρη μου να αρπάζει τη μάνα μου και να την τραβάει στη θάλασσα. Τις έχασα. Έπεσε μαύρο πέπλο παντού. Βρήκα μια ξέρα και κάθισα. Ούρλιαζα για ώρες. Και που σώθηκα είναι σαν να έχω πεθάνει.. Καμένα μωρά, καμένες μανάδες. Καίγανε τα πάντα. Ήταν ένα πράγμα ασύλληπτο. Ήμασταν μόνοι μας τελείως. Μετά από ώρες ήρθε ένα μεγάλο καΐκι. Να γίνεται χαμός. “Τους καμένους πρώτα!” να φωνάζουν.
Ήρθε ο άντρας μου κατάμαυρος, μου λέει “αγάπη μου” και λιποθύμησε. Παίρνω την κόρη μου τηλέφωνο, μου λέει δε βρίσκω τη γιαγιά. Άρχισα να ψάχνω σε ξέρες, μέσα στη θάλασσα. Τα είδα όλα. Πτώματα σε κατάσταση Πομπηίας. Τη χάσαμε τη μητέρα μου και ο άντρας μου, μερικούς μήνες μετά κατέρρευσε από αυτό και πέθανε στο νοσοκομείο.. Ζητώ δικαίωση για τη μνήμη της μητέρας μου, του αντρούλη μου, της Χρύσας Σπηλιώτη που ήταν φίλη μου για όλους όσους χάθηκαν άδικα».